ξυλίτης

ξυλίτης
ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, -ίτιδος)
νεοελλ.
1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο-μ-ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο
2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους ψαριού
3. το θηλ. ἡ ξυλῑτις
(ενν. γῆ) γη που αποφέρει ξυλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. λιμεν-ίτης / λιμεν-ῖτις). Ο τ. ξυλίτης ως ονομασία ψαριού είναι αμφίβολης προέλευσης και πιθ. οφείλεται στο χρώμα ή στη σκληρότητα τού δέρματος τού συγκεκριμένου ψαριού. Η λ. ξυλίτης ως νεοελλ. επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xylite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλίτης — ξυλί̱της , ξυλίτης like wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”